εφημερεύω

εφημερεύω
(ΑΜ ἐφημερεύω, Μ και ἐφημερεύγω και 'φημερεύγω) [εφήμερος]
επιβλέπω, εποπτεύω καθ' όλη την ημέρα, διημερεύω, είμαι σε υπηρεσία όλη την ημέρα (α. «ἐπιτιθέμενοι... τοῑς ἐφημερεύουσι μεθ' ἡμέραν προφανῶς», Πολ.
β. «εφημερεύον νοσοκομείο»)
νεοελλ.-μσν.
είμαι ιερέας, εφημέριος σε εκκλησία, σε ενορία
αρχ.
1. επαγρυπνώ («ἐφημερεύοντες τοῑς κινδύνοις», Διόδ. Σικ.)
2. πάπ. (η μτχ. ενεστ. πληθ.) οἱ ἐφημερεύοντες
αυτοί που διοικούν τον ναό ως ιερωμένοι κατά σειρά, ημερησίως ή εβδομαδιαίως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εφημερεύω — βλ. πίν. 19 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: εφημερεύω : εύχρηστη είναι και η λόγια μτχ. ενεστώτα σε εκφρ. όπως εφημερεύων ιατρός, εφημερεύον φαρμακείο κτλ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εφημερεύω — εφημέρεψα 1. κάνω τακτικά μια δουλειά για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, επιβλέπω, επιστατώ: Κάθε μέρα εφημερεύουν ορισμένα νοσοκομεία. 2. για ιερείς, είμαι εφημέριος σε εκκλησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐφημερεύουσι — ἐφημερεύω keep guard by day pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐφημερεύω keep guard by day pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφημερεύσαντες — ἐφημερεύω keep guard by day aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφημέρευση — η [εφημερεύω] επίβλεψη, φρούρηση, επόπτευση καθ όλη την ημέρα …   Dictionary of Greek

  • εφημερευτής — ἐφημερευτής, ὁ (Α) [εφημερεύω] 1. αυτός που φυλάγει, που επιβλέπει καθ όλη την ημέρα 2. πληθ. οἱ ἐφημερευταί τίτλος ιερέων οι οποίοι διακονούν κατά σειρά σε εβραϊκή γιορτή («ὑποσημαίνοντός τινος τῶν ἐφημερευτῶν προσεύχονται τῷ θεῷ», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”