- εφημερεύω
- (ΑΜ ἐφημερεύω, Μ και ἐφημερεύγω και 'φημερεύγω) [εφήμερος]επιβλέπω, εποπτεύω καθ' όλη την ημέρα, διημερεύω, είμαι σε υπηρεσία όλη την ημέρα (α. «ἐπιτιθέμενοι... τοῑς ἐφημερεύουσι μεθ' ἡμέραν προφανῶς», Πολ.β. «εφημερεύον νοσοκομείο»)νεοελλ.-μσν.είμαι ιερέας, εφημέριος σε εκκλησία, σε ενορίααρχ.1. επαγρυπνώ («ἐφημερεύοντες τοῑς κινδύνοις», Διόδ. Σικ.)2. πάπ. (η μτχ. ενεστ. πληθ.) οἱ ἐφημερεύοντεςαυτοί που διοικούν τον ναό ως ιερωμένοι κατά σειρά, ημερησίως ή εβδομαδιαίως.
Dictionary of Greek. 2013.